μονατομικός

μονατομικός
-ή, -ο
βλ. μονοατομικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονοατομικός — και μονατομικός, ή, ο φυσ. χημ. όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει ένα αέριο χημικό στοιχείο τα μόρια τού οποίου αποτελούνται από απλά άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monatomic (< μον(ο) * + ατομικός)] …   Dictionary of Greek

  • μονοσθενής — ές χημ. μονατομικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σθένος (πρβλ. δι σθενής). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”